- νανοπλαγκτόν
- τομικροσκοπικοί πλαγκτονικοί οργανισμοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanoplankton < nano- < νᾶνος) + plankton (< πλαγκτόν < πλάζομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… … Dictionary of Greek